Δελφινία — Δελφινίᾱ , Δελφινία fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δελφινίᾳ — Δελφινίᾱͅ , Δελφινία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δελφίνια — Δελφ̱ίνια , Δελφίνιον temple of Apollo Delphinios neut nom/voc/acc pl Δελφινία fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελφίνια — δελφίνιον temple of Apollo Delphinios neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Дельфинии — (Δελφίνια) весеннее празднество в Афинах в честь Аполлона Дельфиния, 6 Мунихиона (в конце апреля). Аполлон прославлялся за возобновление прерываемого на зиму мореплавания. См. Preller, Apollo Delphinius (в Berichte der Sächsischen Gesellschaft… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
δελφίνι' — δελφίνια , δελφίνιον temple of Apollo Delphinios neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δελφίνι' — Δελφ̱ίνια , Δελφίνιον temple of Apollo Delphinios neut nom/voc/acc pl Δελφίνιε , Δελφίνιος festival of Apollo D. masc voc sg Δελφίνια , Δελφινία fem nom/voc sg Δελφίνιαι , Δελφινία fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελφίνιο — (delphinium).Φυτό της οικογένειας των ρανουγκουλιδών, γνωστό και με την ονομασία αγριοσταφίδα. Η οικογένεια αυτή αριθμεί περίπου 200 είδη. Το δ. είναι μονοετής, χνουδωτή πόα, ύψους έως 1 μ. Έχει φύλλα με σχισίματα και μπλε, μεγάλα άνθη, σε… … Dictionary of Greek
όρκα — (orcinus orca). Κήτος της οικογένειας των δελφινιδών, της υπόταξης των οδοντοκητών. Το σώμα του, μήκους έως περίπου 10 μ., έχει σχήμα ατράκτου· το ραχιαίο πτερύγιο, σε σχήμα δρεπανιού, είναι πολύ ανεπτυγμένο σε ύψος, προπάντων στα ακμαία άτομα,… … Dictionary of Greek
κητώδη — Τάξη υδροβίων, σαρκοφάγων θηλαστικών, με ιχθυόμορφο σώμα. Περιλαμβάνει περίπου 80 είδη. Τα κ. είναι θαλάσσια, με εξαίρεση ορισμένα είδη δελφινιών και πλατανιστιδών, που ζουν στους μεγάλους ποταμούς της Ασίας και της Αμερικής. Τα σύγχρονα κ.… … Dictionary of Greek